- ποιμενικῶς
- ποιμενικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
пастоушьскы — (3*) нар. к пастѹшьскыи в 1 знач.: вѣдуще добрѣ пастуха. и добрѣ вѣдоми. и послѣдующе зовущю пастушьскы. и свободьски дверии. чюжему же не послѣдующе. прелазѧщю дворъ разбоини(ч)скы. и татъскы. (ποιμενικῶς) ГБ к. XIV, 51б; послѣдую(т) ми зовущю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)